προξ

προξ
προκός, η, ΝΑ
νεοελλ.
γένος μυρηκαστικών θηλαστικών τής οικογένειας ελαφίδες
αρχ.
1. είδος ζαρκαδιού
2. το νεογνό ζαρκαδιού, ζαρκαδάκι
3. (μτφ. για άνθρωπο) δειλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πρόξ (< *προκ-ς) έχει σχηματιστεί από τη συνεσταλμένη βαθμίδα τής ρίζας *perk- «μελανόστικτος, παρδαλός» (βλ. λ. περκνός) με φωνηεντισμό –ο και εμφανίζει ουρανικό ληκτικό σύμφωνο -κ-, όπως και άλλες ονομασίες ζώων (πρβλ. γλαῦ-ξ, κρέ-ξ, σφή-ξ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πρόξ — roe deer fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκῶν — πρόξ roe deer fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκός — πρόξ roe deer fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόκα — πρόξ roe deer fem acc sg πρόκα forthwith ionic (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόκας — πρόξ roe deer fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόκες — πρόξ roe deer fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περκνός — ή, ό / περκνός, ή, όν, ΝΑ 1. σκούρος, μαυριδερός, σαν το χρώμα τής ελιάς όταν αρχίζει να ωριμάζει αρχ. το αρσ. ως ουσ. ο περκνός α) είδος αετού («αἰετὸν... ὅν καὶ περκνὸν καλέουσι», Ομ. Ιλ.) β) το πτηνό πλάγγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. περκ νός… …   Dictionary of Greek

  • προκοθηλυμανής — ές, Α θηλυμανής όπως η προξ. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόξ, προκός «είδος ζαρκαδιού» + θηλυμανής] …   Dictionary of Greek

  • Marmara-Insel — Vorlage:Infobox Insel/Wartung/Fläche fehltVorlage:Infobox Insel/Wartung/Höhe fehlt Marmara Insel Marmara Insel aus der Luft …   Deutsch Wikipedia

  • Marmarainsel — 40.62166666666727.6216666666677Koordinaten: 40° 37′ N, 27° 37′ O …   Deutsch Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”